- νευτώνειος
- -α, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νεύτωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεύτων. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευτώνειος — α, ο αυτός που ανήκει στο μεγάλο Άγγλο μαθηματικό Νεύτωνα. Νευτώνεια μηχανική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)